υπνοβατικός

υπνοβατικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπνοβάτη ή στην υπνοβασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπνοβάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπνοβατικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υπνοβάτη ή την υπνοβασία (βλ. λ.): Υπνοβατική κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”